- αγγέλισμα
- τοη ελεημοσύνη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγγέλισμα — το [αγγελίζω] 1. βοήθεια σε φτωχό, ελεημοσύνη 2. απροσδόκητη συμφορά, δυστυχία … Dictionary of Greek